Τυχαιότητα και τζόγος
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗΝ “ΤΥΧΗ”: Τα τυχερά παιχνίδια στηρίζονται στην επιθυμία του
ανθρώπου να ρισκάρει και στην ελπίδα να κερδίσει μεγάλα ποσά. Τα τυχερά παιχνίδια
βασίζονται σε ανεπτυγμένα μαθηματικά και υπάγονται στους νόμους των πιθανοτήτων.
Είναι ουσιαστικά ανάληψη κινδύνου για πιθανά κέρδη μεγάλης αξίας.
Τα συνηθέστερα παιχνίδια τύχης είναι αυτά με
την τράπουλα. Εκτός από αυτά που παίζονται με τη χρήση τράπουλας, άλλα τυχερά
παιχνίδια είναι ο κουλοχέρης (τα φρουτάκια), η ρουλέτα, τα ζάρια, κ.ά. To πιο
δημοφιλές παιχνίδι στην Ελλάδα είναι το “κίνο” και ακολουθεί το “στοίχημα”, που
αφορά τον στοιχηματισμό σε αθλητικά γεγονότα. Τα τυχερά παιχνίδια είναι
δημοφιλή στην πατρίδα μας, αρκεί να σκεφτεί κανείς το γεγονός οτι αποτελεί
ουσιαστικά έθιμο η πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία. Το ποσό που αντιστοιχεί μόνο
στη νόμιμη αγορά τυχερών παιχνιδιών είναι 9,4 δισ. Ευρώ (2008), κατατάσσοντας
την Ελλάδα στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατά κεφαλήν δαπάνης για το τζόγο!
ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΤΥΧΑΙΌΤΗΤΑΣ: Στην αρχαιότητα, η έννοια της τύχης διαπλεκόταν με αυτήν
της μοίρας. Πολλοί αρχαίοι λαοί έριχναν ζάρια ώστε να καθορίσουν την μοίρα, και
αυτό εξελίχθηκε σε παιχνίδι. Οι Κινέζοι ήταν ο πρώτος λαός που τυποποίησε τις
πιθανότητες πριν 3.000 χρόνια. Για αιώνες η ιδέα της τύχης εξακολούθησε να
είναι συνυφασμένη με αυτή της μοίρας. Στην αρχαία Ρώμη η τύχη ήταν
προσωποποιημένη στην θεότητα Fortuna. Οι Ρωμαίοι λάμβαναν μέρος σε τυχερά
παιχνίδια ώστε να δουν την εύνοια της Fortuna. Ο Ιούλιος Καίσαρας έλαβε την
καθοριστική απόφαση να διαβεί τον Ρουβικώνα αφού έριξε ζάρια. Πολύ αργότερα,
τον 16ο αιώνα οι Ιταλοί μαθηματικοί άρχισαν να τυποποιούν τις πιθανότητες που
σχετίζονταν με διάφορα τυχερά παιχνίδια. Ο Α. Αυγουστίνος και ο Ακινάτης
προσπάθησαν να συμβιβάσουν την πρόγνωση του Θεού και την ελεύθερη βούληση, αλλά
ο Λούθηρος διαφώνησε με την τυχαιότητα διατυπώνοντας την άποψη ότι η
παντογνωσία του Θεού καθιστά τις ανθρώπινες πράξεις αναπόφευκτες και καθορισμένες.
Τον 17ο αιώνα, ο λαός παρά την απαγόρευση των δυτικών κληρικών εξακολουθούσε να
βασίζεται σε μάντεις με την ελπίδα να δαμάσει την τύχη. Αυτό γίνονταν με
διάφορους τρόπους από τσιγγάνους και άλλους. Με το θέμα της τύχης και της
τυχαιότητας ασχολήθηκαν μεταξύ άλλων ο Γαλιλαίος, ο Πασκάλ και ο Φερμά. Ο
Γκαίτε έγραψε: “ο ιστός του κόσμου είναι χτισμένος από αναγκαιότητες και τυχαιότητα
η διάνοια του ανθρώπου τοποθετεί τον ευατό της μεταξύ των δύο και ταελέγχει μελετά
την αναγκαιότητα και την αιτία της ύπαρξή της ξέρει πως η τυχαιότητα μπορεί να διαχειριστεί,
να ελεγχθεί, να χρησιμοποιηθεί”. Στις αρχές του εικοστού αιώνα συνέβη ραγδαία
ανάπτυξη της τυπικής ανάλυσης της τυχαιότητας, καθώς επιχειρήθηκε μαθηματική
θεμελίωση των πιθανοτήτων. Προς τα τέλη του εικοστού αιώνα, ιδέες της
αλγοριθμικής θεωρίας εισήγαγαν νέες διαστάσεις μέσω της έννοιας της
αλγοριθμικής τυχαιότητας. Η τυχαιότητα τυποποιήθηκε ως αλγοριθμική από τους Chaitin
και Κολμπογκόρωφ ως το μέγεθος ενός προγράμματος υπολογιστή που απαιτούνταν για
να περιγράψει μία πεπερασμένη σειρά συμβόλων ως τυχαία. Η αλγοριθμική
τυχαιότητα μιας συμβολοσειράς καθορίζονταν ως το ελάχιστο μέγεθος ενός
προγράμματος (π.χ. σε bit) που εκτελούμενο σε υπολογιστή παράγει την συμβολοσειρά.
Ο Ε. Λόρεντζ παρατήρησε ότι μία πολύ μικρή αλλαγή στα αρχικά δεδομένα που
δίνονταν σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή για την προσομοίωση του καιρού μπορούσε να
οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό έγινε αργότερα γνωστό ως “φαινόμενο
της πεταλούδας”, συχνά παραφραζόμενο ως ερώτηση: «μπορεί το τίναγμα των φτερών μιας
πεταλούδας στην Βραζιλία να προκαλέσει τυφώνα στο Τέξας;».
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Οι Έλληνες φιλόσοφοι μελέτησαν την τυχαιότητα σε μη ποσοτικές μορφές. Ο
Δημόκριτος παρουσίασε μια αντίληψη ενός κόσμου που κυβερνώταν από νόμους τάξης
και θεωρούσε την τυχαιότητα υποκειμενική, που πήγαζε από την ανικανότητα των
ανθρώπων να κατανοήσουν την φύση των συμβάντων. Χρησιμοποίησε το παράδειγμα δύο
ανθρώπων που επρόκειτο να στείλουν τους υπηρέτες τους να φέρουν νερό την ίδια
στιγμή ώστε να συναντηθούν.
Οι υπηρέτες, που δεν γνώριζαν του σχέδιο, θα
θεωρούσαν την συνάντηση τυχαία. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τύχη και αναγκαιότητα
αντίθετες δυνάμεις. Ισχυρίστηκε ότι η φύση είχε πλούσια και σταθερά μοτίβα τα
οποία δεν θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της τύχης. Θεώρησε την τυχαιότητα
υποταγμένη στην αναγκαιότητα και την τάξη. Μάλιστα, ταξινόμησε τα ενδεχόμενα σε
τρεις κατηγορίες: βέβαια, που συμβαίνουν αναγκαία, πιθανά, που συμβαίνουν τις
περισσότερες φορές, και μη προβλέψιμα που συμβαίνουν από καθαρή τύχη. Θεώρησε
το αποτέλεσμα των τυχερών παιχνιδιών ως μη προβλέψιμο. Αργότερα ο Επίκουρος
εισηγήθηκε το ότι η τυχαιότητα υπάρχει αφ' ευατής, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη
γνώση.
ΕΞΑΡΤΗΣΗ: Οι
περισσότεροι άνθρωποι που τζογάρουν είναι προετοιμασμένοι να σπαταλήσουν
σημαντικά ποσά ενώ γνωρίζουν πόσο μεγάλος είναι ο προϋπολογισμός τους.
Σταματούν όταν έχουν χάσει ένα συγκεκριμένο ποσό. Υπάρχουν, ωστόσο άνθρωποι που ξεπερνούν τα όρια. Ξοδεύουν
περισσότερα απ' ότι αντέχουν. Αυτό προκαλεί προβλήματα: οικογενειακές
προστριβές, προβλήματα στη δουλειά, καταφυγή σε ψέματα, κ.λ.π.). Η
καθημερινότητα του ατόμου κυριαρχείται από τον τζόγο και την προσπάθεια
εξασφάλισης χρημάτων για το παιχνίδι. Συχνά ο τζόγος θεωρείται κοινωνική
δραστηριότητα από την οποία το άτομο αντλεί ικανοποίηση. Το άτομο που είναι
εξαρτημένο από τον τζόγο δεν μπορεί να αντισταθεί στην ανάγκη του να παίξει και
η ικανοποίηση της ανάγκης αυτής οδηγεί σε μία μεγαλύτερη ακόμη ανάγκη να
συνεχίσει. Τα εξαρτημένα από το τζόγο άτομα συνήθως δεν το συνειδητοποιούν και
δεν το παραδέχονται. Το να παραδεχτεί κάποιος ότι έχει εξαρτηθεί, είναι το
πρώτο βήμα προς την απεξάρτηση. Δυστυχώς όμως, όπως και στον αλκοολισμό, το
άτομο δεν κάνει αυτό το βήμα παρά μόνο όταν συναντήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ή τον
εγκαταλείψοει η οικογένειά του λόγω της εξάρτησης του.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Ο πάσχων σκέφτεται τον τζόγο πολλές φορές τη μέρα και αφιερώνει χρόνο
στο να σκέφτεται πότε θα παίξει και πώς θα εξασφαλίσει χρήματα για να παίξει.
Αισθάνεται άσχημα γι’ αυτό. Παίζει σταδιακά όλο και μεγαλύτερα ποσά. Κάνει προσπάθειες να σταματήσει χωρίς
επιτυχία. Είναι ευερέθιστος και εκνευρισμένος όταν προσπαθεί να αντισταθεί στην
ανάγκη του να παίξει. Στρέφεται στον τζόγο, προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστα
συναισθήματα, κατάθλιψη ή άγχος.
Λέει ψέμματα για το πόσα χρήματα ξοδεύει στον
τζόγο. Στρέφεται σε παράνομες πράξεις προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα ή
δανείζεται. Δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στη δουλειά, το
σχολείο, ή στο σπίτι (παραμελεί τα παιδιά, κακή απόδοση στη δουλειά, απουσιάζει
πολύ από το σπίτι)
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Για πολλούς ψυχολόγους η εξάρτηση από τον τζόγο βασίζεται στην ανάγκη
του ατόμου να παίξει προκειμένου να ικανοποιήσει αισθήματα ανικανοποίητου,
απόρριψης, φόβου και να βιώσει ευχάριστα αισθήματα.
Φαινομενικά, όταν το άτομο παίζει επαφίεται
στην “αγκαλιά” της Τύχης, όπως ένα μωρό στη μητρική αγκαλιά και υπολογίζει σε
αυτήν για την ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών του. Υποσυνείδητα, το άτομο θέλει
να χάσει και να φτάσει στο σημείο που δεν μπορεί να χάσει επειδή δεν έχει
τίποτα πια. Ο λόγος που δεν μπορεί να σταματήσει ακόμη και όταν χάνει χρήματα
αλλά και σχέσεις στη ζωή του, δηλώνει αυτοκαταστροφική τάση. Η αυτοκαταστροφή
δείχνει αυτοτιμωρία για κάτι που συνέβη στο παρελθόν, για το οποίο το άτομο
νιώθει τύψεις μη διαχειρίσιμες.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΥ: Οι στενοί συγγενείς ή φίλοι του εξαρτημένου
πρέπει να αφήνουν τις επιπτώσεις του τζόγου στον παίχτη. Να λύσει μόνος του τα
προβλήματα, χωρίς να τον δανείζουν ή να πληρώνουν χρέη. Πρέπει ο πάσχων να
αντιληφθεί ότι η συμπεριφορά του έχει επιπτώσεις στους γύρω του.
Μπορούν να του δώσουν να καταλάβει ότι είναι
έτοιμοι να βοηθήσουν και ότι μαζί θα μπορούσαν να ανακαλύψουν τον τρόπο για να
ξεφύγει, θέττοντας κανόνες και όρια. Μπορούν να αναζήτησουν βοήθεια για να
μάθουν πώς να χειρίζονται εξαρτημένους από τον τζόγο. Τέλος, η εξάρτηση από τον
τζόγο μπορεί να θεραπευτεί με ψυχοθεραπεία. Έρευνα των πανεπιστημίων του
Κάλγκαρι του Καναδά και του Σάο Πάολο της Βραζιλίας ανέδειξε την εξάρτηση από
το τζόγο ως ισχυρότερη κι από αυτή του αλκοόλ. Επίσης, σχετικά πρόσφατα, το
ΚΕΘΕΑ δημιούργησε μια νέα δομή που απευθύνεται στους εξαρτημένους παίχτες
τυχερών παιχνιδιών.
Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ: Για την Ψυχιατρική τζόγος αποτελεί εξαρτητική συμπεριφορά χαρακτηριζόμενη
από τη απώλεια αυτοελέγχου και βαθμιαία οικονομική, ηθική και συναισθηματική
κατάπτωση του ασθενούς. Στα πλαίσια της εξάρτησης ο ασθενής θέλει να παίζει όλο
και περισσότερο, συχνά χάνοντας την έννοια του χρόνου, ενώ παρουσιάζει
συναισθηματικές μεταπτώσεις (ευφορία-δυσφορία). Ψέμα, ευστροφία και κρυψίνοια
αποτελούν απαραίτητα ελαττώματα όσο και αρετές του παθολογικού τζογαδόρου καθώς
χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την αποκλειστική σχέση με τα τυχερά
παιχνίδια. Σύμπτωμα του παθολογικού τζόγου είναι η συντήρηση μύθων, λανθασμένων
παραδοχών, αυταπατών και της ψευδαίσθησης ελέγχου των συνθηκών και της
“τελετουργίας” του παιχνιδιού. Οι περισσότεροι ασθενείς θεωρούν ότι βρίσκονται
κοντά στην ανακάλυψη τρόπου που θα τους επιτρέψει να ρεφάρουν ακόμα και αν
βρίσκονται να χάνουν μεγάλα ποσά. Υπερεκτιμούν τα κέρδη τους ενώ ξεχνούν ή
υποτιμούν τα ποσά που έχουν χάσει και υιοθετούν διαστρεβλωμένη εικόνα των
γεγονότων. Ο παθολογικός τζόγος αποτελεί ψυχιατρική ασθένεια με συχνά άσχημη
έκβαση, επειδή ο πάσχων αρνείται συνήθως να αναζητήσει θεραπεία αλλά και λόγω
της εγκατάλειψης αυτού από τους οικείους του λόγω του στιγματισμού και της
ηθικοοικονομικής εξάντλησης όπου οδηγούνται οι τελευταίοι. Η θεραπεία συνίσταται
στο να βοηθήσει τον ασθενή να ξεπεράσει τις παράλογες σκέψεις που έχει, σχετικά
με τον έλεγχο τυχαίων γεγονότων όπως ο τζόγος καθώς και στην αντιμετώπιση των
διαφόρων ψυχιατρικών και νευρολογικών συμπτωμάτων που παρουσιάζονται συνήθως
συνοδά. Η απότομη διακοπή του τζόγου παρουσιάζει σύνδρομο στέρησης ανάλογου του
αλκοόλ (στομαχικούς πόνους, ναυτίες, ιλίγγους, διαταραχές ύπνου, άγχος,
δυσφορία) και μπορεί να προκαλέσει και νευρολογικές διαταραχές ή άλλες
ψυχιατρικές παθήσεις.
ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΤΖΟΓΟΣ: Παρατηρούμε σε παιδιά, που φαίνεται πως από μικρά αρέσκονται στο
παιχνίδι της τύχης, να παίζουν σε πλατείες και αυλές σχολείων με χαρτάκια
ποδοσφαιριστών, τα αντίστοιχα “λαχεία” τους, με στόχο να “αρπάξουν”, με τη
βοήθεια της τύχης όσα περισσότερα μπορούν από τους φίλους τους. Στη χώρα μας η
νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού, η ανάγκη μερίδας συνανθρώπων μας για απόσπαση
από τα ιδιαίτερα οξυμένα σήμερα προβλήματα της καθημερινότητας και η κοινωνικά
αποδεκτή ενασχόληση με τον τζόγο έχουν μετατρέψει τα τυχερά παιχνίδια σε χώρο
εναπόθεσης ελπίδων αλλά και σε δυνάστη πολλών οικογενειών. Όπως τα ναρκωτικά
αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τα πραγματικά του προβλήματα κι από τις
καταστάσεις που ζει έτσι και ο τζόγος κάνει τον παίχτη να ενδιαφέρεται αποκλειστικά
για το αποτέλεσμα π.χ. ενός αγώνα ή μιας κλήρωσης, σαν από το αποτέλεσμα να
εξαρτιόνταν η ίδια του η επιβίωση. Αν τελικά κερδίσει στο συγκεκριμένο
στοίχημα, τότε βιώνει έναν θρίαμβο, η τάση του για στοιχηματισμό ενισχύεται και
αμέσως μπαίνει στη διαδικασία να στοιχηματίσει ξανά. Αν χάσει, η προσδοκία που
είχε για νίκη μετατρέπεται σε πείσμα, σε ανάγκη να στοιχηματίσει περισσότερα
για να πάρει πίσω τα χρήματα που θεωρεί πως του ανήκουν.
Ο
εθισμός και η εξάρτηση ενισχύονται υπέρμετρα από τη διαφήμιση τυχερών
παιχνιδιών (ΟΠΑΠ), παιχνιδιών μάλιστα που σπόνσορας και ιδιοκτήτης είναι το
ίδιο το ελληνικό κράτος, αλλά και από το αδιαχώρητο που καθημερινά παρατηρείται
από τις 9 το πρωί (!) μέχρι τα μεσάνυχτα στους “ναούς” του κρατικού τζόγου.
Μεγάλη συμβολή στην αύξηση του τζόγου στην Ελλάδα έχει και η “περιπέτεια” της
φούσκας του Χρηματιστηρίου, όπου χάθηκαν δισεκατομύρια από μεγάλο πλήθος
“επενδυτών” που υπάκουσαν, μάλιστα, στα κελεύσματα των τότε ταγών του έθνους.
Σήμερα, απλά η λέξη μουαγέν, αντιστάθηκε από τη λέξη ρεφάρισμα.
Η ζωή
του παίχτη στρέφεται γύρω από τα τυχερά παιχνίδια, δίνοντας βαρύτητα στους
ρόλους εκείνους που έχουν να κάνουν με την εξάρτηση του, δηλαδή το ρόλο του
παίχτη, του φιλάθλου, του αναγνώστη εντύπων προγνωστικών και του θαμώνα λεσχών
ή πρακτορείων. Ευτυχώς οι περισσότεροι που σποραδικά ενασχολήθηκαν με τον τζόγο
δεν “κόλλησαν”.
Αυτοπειθαρχία, αυτογνωσία, συναίσθηση ευθύνης
και αυτοσεβασμός, είναι παράγοντες άμβλυνσης της πιθανότητας εμπλοκής κάποιου
παθολογικά στο τζόγο.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Οι περισσότεροι στην πατρίδα μας λέγομαστε χριστιανοί, αλλά τρέχουμε στα
καρναβάλια, ξενυχτούμε μεθυσμένοι, πολλοί βλασφημούμε αυτό που υποτίθεται ότι πιστεύουμε και πολλοί παίζουμε
τυχερά παιχνίδια “δοκιμάζοντας την τύχη μας”. Πολλοί παίζουν χαρτιά ή ζάρια και
προσπαθούν να κερδίσουν παίρνοντας τα χρήματα του φίλου τους και όταν του τα
πάρουν, χαρούμενοι, θριαμβολογούν μιλώντας παντού για την τύχη τους. Δε
σκέπτονται τη θλίψη που προκάλεσαν στον άνθρωπο που του πήραν τα χρήματα και
την ανέχεια που δημιούργησαν στην οικογένειά του. Μπήκαν βεβαίως στο παιχνίδι
και οι εκμεταλλευτές της ανθρώπινης αδυναμίας, με τα φρουτάκια τους (ξανά) και
όλες τις πονηρές μηχανές βρίσκοντας την ευκαιρία να πλουτίσουν και να
σκυλεύσουν τον ιδρώτα πτωχών ανόητων «χριστιανών» στις τράπεζες. Ο χριστιανός
δεν παίζει τυχερά παιχνίδια. Εμπιστεύεται το Θεό και Πατέρα, να τον ευλογήσει
στη δουλειά του και να του δίνει υγεία και δύναμη να αντιμετωπίζει τις
δυσκολίες της ζωής και τον ευχαριστεί για όλα. «Μέγας δε πλουτισμός είναι η ευσέβεια
μετά αυταρκείας» (Α΄Τιμόθ. στ΄6). Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, γράφει
σχετικά μεταξύ άλλων: “με τη μετατροπή του «ψιλικατζίδικου» της γειτονιάς σε κέντρο
ψυχοπαθολογικής εξαρτήσεως από το τζόγο, με τη φρικώδη επάνοδο των «κουλοχέρηδων»,
παρά τις νωπές ακόμη πληγές στο κοινωνικό σύνολο από τη φθοροποιό τους δράση, αποτελεί
[μαζί με άλλα] δόλιο εκρηκτικό μείγμα για την εκθεμελίωση των ιδεωδών του Γένους
και της πίστεως και για την αποσάρθρωση του κοινωνικού ιστού.”. Διαβάζουμε στην
Αγία Γραφή: “είπον ούν προς αλλήλους· Μή σχίσωμεν αυτόν, αλλά λάχωμεν περί αυτού
τίνος έσται· ίνα η γραφή πληρωθή η λέγουσα·Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και
επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον” (Ιω. ιθ΄24). Ο χιτώνας του Ιησού Χριστού
μετετράπη σε έπαθλο κλήρωσης, ενός τυχερού παιχνιδιού της εποχής. Και ίσως θα
έπρεπε λογικά να σταματούσαμε. Από τη στιγμή που το ρούχο του Κυρίου, ο οποίος
υπέφερε όσα κανείς άλλος, από τη στιγμή που και ο χιτώνας Του ακόμη
μετατρέπεται σε αντικείμενο μιας τυχερής διαδικασίας, ο χριστιανός για λόγους
συνειδήσεως, για λόγους σεβασμού απέναντι στον Κύριό θα όφειλε να απέχει από
κάθετι που στηρίζεται στην τύχη. Η Εκκλησία πιστεύει, ακόμη, ότι η ενασχόληση
με τα τυχερά παιχνίδια, αποτελεί αμαρτία, διότι δε γίνεται να πιστεύουμε και
στο Θεό και στην τύχη. Δεν υπάρχει κατά τους Πατέρες παράγοντας τύχη. Ο Θεός
μόνον υπάρχει.
Όποιος πιστεύει σε Αυτόν, δεν έχει ανάγκη
καμία τύχη. Άλλωστε: “πλουτισμός ο προέρχομενος από ανομία κι ασέβεια θα χαθεί,
ενώ αυτός που δημιουργείται με τιμιότητα θα πληθυνθεί.” (Ψαλμός λγ 11), και “πλούσιοι
επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός
αγαθού”. Το να παίζουμε χρήματα, έστω και λίγα, είναι βλασφημία απέναντι στο
Θεό. Αυτός δίνει ότι έχουμε και περιμένει να κάνουμε συνετή διαχείριση. Και
αυτό σημαίνει να τα διάθεσω για την οικογένειά μου, να κάνω μια καλή πράξη,
αλλά όχι να τα παίζω σε ένα παιχνίδι που το μόνο που οφελεί είναι να περνάω την
ώρα μου ενώ σε τίποτε δε με κάνει καλύτερο. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης
Ελεήμων με αυτά που περίσσευαν στους άλλους έκαναν τεράστιο φιλανθρωπικό έργο.
Άλλωστε λέει ο Ίδιος ο Χριστός ότι θα μας ζητήσει λόγο για την διαχείριση όσων μας
έδωσε (Ματθ. κε΄20-28, Παραβολή των ταλάντων). Κατά την Ορθοδοξία, ο τζόγος και
τα άλλα τυχερά παιχνίδια υποβοηθούν τις επιθυμίες, δεν ωφελούν το πνεύμα. Μας
κάνουν να επιθυμούμε να επιβληθούμε με το παιχνίδι επάνω στους άλλους. Να τους
νικήσουμε.
Ας σκεφτεί ο καθένας μας, μετά από κάθε
“νίκη” σε τέτοια παίγνια: “Ο άλλος που τον κέρδισες, με τα χρήματα που του πήρες
ίσως αγόραζε ένα δώρο στο παιδί του ή τημητέρα του, εσύ είσαι χαρούμενος που του
στερείς αυτή τη δυνατότητα;”. Πολλοί χαρτοπαίζουμε την πρωτοχρονιά με χρήματα
για “να πάει καλά ο χρόνος”. Ο χρόνος θα πάει καλά αν μας βρει με καρρέ του
άσσου; Οι Άγιοι Πατέρες διερωτώνται πώς όταν έχουν καταστραφεί οικογένειες,
όταν άνθρωποι έχουν θέσει τέρμα στη ζωή τους αφήνοντας χήρες, ορφανά και χρέη,
πώς γίνεται κάποιοι να παίζουν τυχερά παιχνίδια όταν αυτά έχουν κλείσει σπίτια.
Μερικοί απαντούν σε τέτοιες ρητορικές ερωτήσεις ότι “εγώ παίζω λίγα”. Όμως δεν
κάνει η ποσότητα την αμαρτία. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ιησού για τη
μοιχεία, που έλεγε ότι και με τη ματιά να επιθυμήσει κανείς μια γυναίκα ήδη
εμοίχευσε. Τέλος ο Χριστός όταν μας μιλά για την στενή ατραπό των θλίψεων που
οδηγεί στη σωτηρία αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της ζωής. Ζητά αγώνα και κάθε
κέρδος να το πετυχαίνουμε με τις δυνάμεις και την πίστη μας σε Εκείνον, όχι
στηριζόμενοι στην τύχη και ούτε να επιζητούμε εφήμερα, εύκολα και όσα δε μας
κουράζουν. “Εισέλθατε διά της στενής πύλης· ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός
η απάγουσα εις την απώλειαν” (Ματθ. Ζ΄13). Αν λοιπόν περισσεύουν ας φάει μια
τυρόπιτα κι ένας άστεγος και εάν θέλουμε μια ασχολία με την παρέα, υπάρχουν και
άλλες επιλογές ακόμη και σε παιχνίδια που προάγουν τη συντροφικότητα, το
χιούμορ και το χαμόγελο.
Βιβλιογραφία:
orthodoxia-net
Ευάγγελος
Καναβίτσας e-psychology.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου